καταστρατοπεδεία

καταστρατοπεδεία
καταστρᾰτοπεδ-εία, ,
A pitching a camp: living in camps, Phylarch. 41 J. (pl.), Ael.VH9.3 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταστρατοπεδεία — καταστρατοπεδεία, ἡ (Α) [καταστρατοπεδεύω] στρατοπέδευση, διαμονή στο στρατόπεδο, βίος τού στρατοπέδου …   Dictionary of Greek

  • καταστρατοπεδείαις — καταστρατοπεδεία pitching a camp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”